ἀπωθῶ

ἀπωθῶ
ἀπωθέω
thrust away
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀπωθέω
thrust away
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
ἀπωθέω
thrust away
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀπωθέω
thrust away
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απωθώ — απωθώ, απώθησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απωθώ — (AM ἀπωθῶ έω) [ωθώ] 1. ωθώ προς τα πίσω, απομακρύνω 2. δεν δέχομαι, αρνούμαι νεοελλ. προκαλώ απέχθεια, είμαι αποκρουστικός αρχ. Ι. 1. διώχνω, εκβάλλω 2. παρασύρω μακριά 3. παραμερίζω, περιφρονώ II. ( ούμαι) 1. αποκρούω, απομακρύνω από τον εαυτό… …   Dictionary of Greek

  • απωθώ — ησα, ήθηκα, ωθημένος, απομακρύνω με σπρώξιμο, αποκρούω: Η αστυνομία τελικά απώθησε τους διαδηλωτές. Η αρχαία προστ. του αορ. άπωσον ως ναυτικό παράγγελμα: σπρώξε μακριά, αβάρα! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπώθω — (Μ ἀμπώθω) και αμπώνω καί αμπώχνω 1. απωθώ, σπρώχνω 2. παρακινώ, παρορμώ 3. παρασύρω 4. αποκρούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ἀμπώθω < αρχ. ἀπωθῶ με ανάπτυξη τού έρρ. μ και με αναβιβασμό τού τόνου κατά τα βαρύτονα, γιατί ο αόριστος του (ἄπωσα <… …   Dictionary of Greek

  • αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… …   Dictionary of Greek

  • προσαπωθώ — έω, Α [ἀπωθῶ] απωθώ, σπρώχνω κάποιον ακόμη …   Dictionary of Greek

  • υπεκκρούω — Α απωθώ, αποκρούω ανεπαίσθητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκκρούω «απωθώ, αποκρούω»] …   Dictionary of Greek

  • άλαλκε — ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ βλ. και ἀλέξω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • άπωση — η (AM ἄπωσις) [απωθώ] η προς τα πίσω ώθηση, η απώθηση αρχ. αποδίωξη, απόκρουση …   Dictionary of Greek

  • αλέομαι — ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α) 1. απομακρύνω, αποφεύγω 2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. *ἀλεF ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. τού Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”